ὀγδόου

ὀγδόου
ὄγδοος
eighth
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Benjamin de Lesbos — (en grec : Βενιαμίν Λέσβιος; Plomari, île de Lesbos, 1759 ou 1762 – Nauplie, 1824), de son vrai nom Basile Georgandis, est un moine et érudit grec, membre de la Filikí Etería, ayant joué un rôle politique durant la guerre d indépendance… …   Wikipédia en Français

  • επικατάδυσις — έπικατάδυσις, ἡ (Α) 1. η δύση αστεριού μετά την ανατολή ή τη δύση τού ηλίου 2. αστρολ. ονομασία τού όγδοου τόπου, δηλ. μιας θέσεως πάνω στον ζωδιακό κύκλο …   Dictionary of Greek

  • επικαταφορά — ἐπικαταφορά, ἡ (Α) αστρολ. ονομασία τού όγδοου τόπου, δηλ. μιας θέσεως πάνω στον ζωδιακό κύκλο, αλλιώς επικατάδυσις* …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • οκτάβα — και οχτάβα, η (Μ ὀκτάβα, γεν. ης) νεοελλ. 1. μουσ. διάστημα τού οποίου ο υψηλότερος φθόγγος έχει συχνότητα διπλάσια από τη συχνότητα τού χαμηλότερου, γεγονός χάρη στο οποίο ο πρώτος γίνεται αντιληπτός ως ταυτόσημος με τον δεύτερο αλλά υψηλότερου… …   Dictionary of Greek

  • παύση — και πάψη και πάψιμο / παῡσις, ἡ, ΝΑ [παύω] η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῡσιν παύσεται», ΠΔ) νεοελλ. 1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση») 2. συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • πλεύρα — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • ρω — Νησί στην πρώην επαρχία Ρόδου του νομού Δωδεκανήσου με υψόμ. 50 μ. Βρίσκεται Δ της Μεγίστης. Υπάγεται στον ομώνυμο δήμο. Ο τάφος της Κυράς της Ρω στο νησί Ρω (φωτ. ΑΠΕ). * * * το / ῥῶ, ΝΜΑ άκλ. ονομασία τού δέκατου έβδομου γράμματος, δέκατου… …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”